Γραφείο Τύπου / Δελτία Τύπου

Επισημάνσεις της ΕΕΤ ως προς την πρόσφατη απόφαση του ΟΜΕΔ

Με σειρά δημοσίων παρεμβάσεων της ΟΤΟΕ, ασκήθηκε έντονη κριτική στην Ελληνική Ένωση Τραπεζών (ΕΕΤ) για την αγωγή που άσκησε πρόσφατα, με αίτημα να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της Διαιτητικής Απόφασης με αριθμό 39/2008 του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). Σχετικά, η ΕΕΤ επισημαίνει ότι πρόκειται για νομική διαφορά και όχι για διαφορά ουσίας μεταξύ της ΕΕΤ και της ΟΤΟΕ και κατ’ επέκταση του ΟΜΕΔ.

Ειδικότερα:

1. Η ΕΕΤ ουδέποτε υπήρξε, ούτε είναι, εργοδοτική οργάνωση και το γεγονός αυτό είναι σε γνώση της ΟΤΟΕ, η οποία, για το λόγο ακριβώς αυτό, ουδέποτε διαπραγματεύτηκε με την ΕΕΤ οποιαδήποτε συλλογική σύμβαση εργασίας (ΣΣΕ) του κλάδου και ουδέποτε υπέγραψε ΣΣΕ μαζί της.

2. Μάλιστα, ακριβώς επειδή η ΕΕΤ δεν ήταν εργοδοτική οργάνωση, ούτε υπήρχε καμιά άλλη εργοδοτική οργάνωση στο κλάδο των Τραπεζών, η ΟΤΟΕ επιδίωξε και πέτυχε να προστεθεί στο νόμο 1876 του 1990 ειδική διάταξη, σύμφωνα με την οποία, ειδικά για τους εργαζομένους στις τράπεζες, αν δεν υπάρχουν εργοδοτικές οργανώσεις του κλάδου, οι κλαδικές ΣΣΕ συνάπτονται από μεμονωμένους εργοδότες που εκπροσωπούνται με κοινά εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους. Αν η ΕΕΤ, η οποία προϋπήρχε του εν λόγω νόμου, ήταν εργοδοτική οργάνωση, δεν θα χρειαζόταν η προσθήκη της ειδικής διάταξης, ως άνω.

3. Κατ’ εφαρμογή αυτής της διάταξης, η ΟΤΟΕ προσκάλεσε, στις 11.1.2008, όπως διαρκώς από το 1991, όχι την ΕΕΤ αλλά τις τράπεζες σε διαπραγμάτευση για κατάρτιση της κλαδικής ΣΣΕ του έτους 2008. Επειδή, όμως, δεν έγινε τέτοια διαπραγμάτευση με τις τράπεζες, η ΟΤΟΕ για πρώτη φορά στην ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος στο χώρο των τραπεζών, προσκάλεσε, στις 20.5.2008, την ΕΕΤ, ως δήθεν εργοδοτική οργάνωση, σε διαπραγματεύσεις.

4. Η ΕΕΤ ευθύς εξ αρχής επισήμανε την αναρμοδιότητά της και το μη νόμιμο της συμμετοχής της σε μια τέτοια διαδικασία. Όμως, η ΟΤΟΕ αδιαφόρησε και υπέβαλε αίτηση στον ΟΜΕΔ για υπαγωγή της δήθεν συλλογικής διαφοράς στη διαδικασία μεσολάβησης και διαιτησίας. Τελικά, ο ΟΜΕΔ, παραβλέποντας τις νόμιμες αντιρρήσεις της ΕΕΤ, προχώρησε στην έκδοση της προαναφερθείσας Διαιτητικής Απόφασης.

5. Η ΕΕΤ, με την πεποίθηση ότι η Απόφαση του ΟΜΕΔ και η όλη διαδικασία είναι άκυρες σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, άσκησε αναγνωριστική αγωγή. Με την αγωγή αυτή, δεν θα κριθεί η ουσία της Απόφασης, ούτε αν είναι ή όχι σωστές οι αναφερόμενες σε αυτήν αυξήσεις των αποδοχών των τραπεζοϋπαλλήλων, όπως εσφαλμένα αναφέρεται, αλλά η νομιμότητα της διαδικασίας και της Απόφασης. Θα κριθεί, δηλαδή, κατά πόσο ένα νομικό πρόσωπο (και εν προκειμένω η ΕΕΤ) έχει το δικαίωμα να καθορίζει ελεύθερα τον σκοπό του ή εάν άλλα όργανα και φορείς, όπως ο ΟΜΕΔ, μπορούν να παρεμβαίνουν σε αυτό.

6. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι πρόκειται για νομική διαφορά και όχι για διαφορά ουσίας. Επειδή, όμως, η διαφορά αυτή αφορά ολόκληρο τον κλάδο των τραπεζοϋπαλλήλων, η ΕΕΤ, προσβλέποντας στην άμεση επίλυση του θέματος και την άρση κάθε διχογνωμίας, ζήτησε τη συντομότερη δυνατή ημερομηνία συζήτησης της αγωγής, το οποίο και διασφαλίστηκε.