Γραφείο Τύπου / Aρθρα και συνεντεύξεις

Συνέντευξη του Προέδρου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών κ. Γκίκα Χαρδούβελη στο Βήμα της Κυριακής

Για πρώτη φορά μετά τη χρεοκοπία του 2010, η Ελλάδα επέστρεψε στην επενδυτική κατηγορία. Τι σημαίνει αυτό για την ελληνική οικονομία; 

Η επενδυτική βαθμίδα αποτελεί επιβράβευση των προσπαθειών των τελευταίων ετών στην οικονομική πολιτική αλλά και των θυσιών των πολιτών. Είναι ψήφος εμπιστοσύνης και ισχυρό σήμα ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων. Η χώρα μας γίνεται ακόμα πιο ελκυστική ως υποδοχέας επενδύσεων, ενώ το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, αλλά και των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών μειώνεται. Συγχρόνως, διευκολύνεται η παροχή δανείων από τις τράπεζες, αυξάνονται οι μακροχρόνιες επενδύσεις και η απασχόληση, ενώ οι αγορές ομολόγων, μετοχών, ακινήτων, και άλλων περιουσιακών στοιχείων αποκτούν μια σταθερή ανοδική δυναμική.   

Ποιες μεταρρυθμίσεις πιστεύετε πως είναι απαραίτητες για την περαιτέρω βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας μας ως επενδυτικού προορισμού; 

Οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει έχουν βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα και την παραγωγικότητα. Χρειαζόμαστε, όμως, ακόμα περισσότερες και ίσως πιο τολμηρές,  στην Παιδεία, την Υγεία, τη Δικαιοσύνη, τον Ψηφιακό Μετασχηματισμό, ή την Πράσινη Μετάβαση.  Γενικότερα, οι μεταρρυθμίσεις  στο Δημόσιο και ένα σταθερό φορολογικό πλαίσιο κάνουν τη χώρα ελκυστική για επενδύσεις.    

Πιο μακροπρόθεσμα, η μεταρρύθμιση της Παιδείας ίσως να είναι ιδιαίτερα κρίσιμη. Θυμίζω ότι στο πλαίσιο του διεθνούς διαγωνισμού PISA για τις μαθητικές επιδόσεις, η κατάταξη της Ελλάδας είναι από τις χειρότερες στην Ευρώπη και διαρκώς επιδεινώνεται. Προφανώς πρέπει να αλλάξουν πολλά στο σύστημα εκπαίδευσης ώστε τα παιδιά μας να έχουν τα εφόδια, όχι μόνο να διεκδικούν τις ποιοτικές και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας, αλλά και να δημιουργούν οι ίδιοι νέες επιχειρήσεις, που να ανταγωνίζονται διεθνώς και να αυξάνουν το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων.

Μετά την υποχώρηση του πληθωρισμού, οι αγορές βλέπουν αποκλιμάκωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, στο πρώτο μισό του 2024. Συμμερίζεστε αυτές τις εκτιμήσεις; 

Μια μικρή αποκλιμάκωση τους επόμενους μήνες είναι πιθανή, αλλά εκτιμώ ότι την επόμενη δεκαετία ο πληθωρισμός θα είναι κατά μέσο όρο υψηλότερος από την προηγούμενη. Στον υψηλότερο πληθωρισμό συμβάλλουν οι ανατροπές στη διεθνή εφοδιαστική αλυσίδα, το πλήγμα στην παγκοσμιοποίηση, η αλλαγή του ρόλου της Κίνας που την προηγούμενη δεκαετία προμήθευε τις αγορές παγκοσμίως με φθηνά προϊόντα, καθώς και η διαρκής ζήτηση για εξειδικευμένα στελέχη αλλά και εργατικά χέρια. 

Αντιστοίχως, τα ονομαστικά επιτόκια θα είναι υψηλότερα από το πρόσφατο παρελθόν. Δεν νομίζω ότι θα ξαναδούμε μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια. Αυτά ήταν μια ιστορική παρένθεση.  Μάλιστα, υπάρχουν σήμερα φωνές, κυρίως στις ΗΠΑ, που τονίζουν ότι οι κεντρικές τράπεζες θα πιεστούν να αναθεωρήσουν προς τα πάνω τον στόχο του πληθωρισμού, από τον σημερινό 2% στο 3%, ή ακόμα και στο 4%.

Εκτιμάτε ότι οι τράπεζες – οι οποίες το 2023 ενίσχυσαν σημαντικά την οργανική τους κερδοφορία, μέσω της διεύρυνσης των επιτοκιακών περιθωρίων τους – θα έχουν απώλειες εσόδων από τόκους; Και αν έχουν, πως θα τις αναπληρώσουν;

Θεωρώ ότι τα επόμενα τρία χρόνια τα έσοδα από τόκους πιθανόν να παραμείνουν στα επίπεδα του 2023 ως αποτέλεσμα δύο αντικρουόμενων δυνάμεων. Η πρώτη δύναμη είναι αρνητική, αυτή του ελαφρώς μειούμενου περιθωρίου επιτοκίων, που φυσιολογικά φέρνει ο ανταγωνισμός μεταξύ τραπεζών αλλά και εξαιτίας των μη-τραπεζικών φορέων που έχουν διεισδύσει στη χρηματοδότηση. Η δεύτερη είναι θετική, και προέρχεται από τον μεγαλύτερο ρυθμό αύξησης των χορηγήσεων σε σχέση με το 2023, που επίσης φυσιολογικά θα φέρει η συνεχιζόμενη ανάπτυξη της οικονομίας.   

Το 2023 καταγράφηκε επιβράδυνση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης, καθώς αυξήθηκαν σημαντικά οι πρόωρες αποπληρωμές δανείων από αξιόχρεες επιχειρήσεις. Ποια είναι η εκτίμησή σας για τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας τη νέα χρονιά; 

Το 2024 η ενίσχυση της καθαρής πιστωτικής επέκτασης θα προέλθει από σειρά παραγόντων, όπως:  (i) Η αύξηση του ΑΕΠ, που υπερτερεί του ρυθμού αύξησης στην ΕΕ, και εκτιμάται ότι θα ενισχυθεί το 2024, (ii)  οι χαμηλότερες αποπληρωμές από τους εταιρικούς πελάτες καθώς αναμένεται ελαφρά μείωση επιτοκίων, (iii) οι χρηματοδοτήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ ή RRF), (iv) η επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης, ή και (v) η ισχυρή δυναμική στην αγορά ακινήτων.

Οι εργασίες πάντως στη λιανική τραπεζική παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, ειδικά στη στεγαστική πίστη. Πότε πιστεύετε ότι θα αντιστραφούν αυτές οι τάσεις;

Πράγματι, η πιστωτική επέκταση στην Ελλάδα οφείλεται κυρίως σε δάνεια προς τις επιχειρήσεις.  Όμως, τελευταία παρατηρούμε και μικρή ανάκαμψη και στη στεγαστική πίστη, όπου στο νέο δανεισμό η τάση έχει ελαφρώς αντιστραφεί σε σχέση με τη χρονική περίοδο 2015-2020.  

Πρόσφατα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) διέθεσε το 22% των μετοχών της Εθνικής Τράπεζας σε ιδιώτες επενδυτές. Τι θεωρείτε ότι προσδοκούν από την επένδυσή τους στον εγχώριο τραπεζικό κλάδο; 

Οι επενδυτές έδωσαν  ψήφο εμπιστοσύνης στη δεμένη ομάδα της Εθνικής και προσδοκούν ακόμα καλύτερα αποτελέσματα. Η διεθνής αγορά πιστεύει πλέον στην Ελλάδα και στην Εθνική Τράπεζα, η οποία βρίσκεται δίπλα στον Έλληνα πολίτη εδώ και 182 χρόνια και έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του, ενώ συγχρόνως πρωτοπορεί, επενδύοντας στην ψηφιοποίηση και το ανθρώπινο δυναμικό της.

Η Τράπεζα έχει τους ισχυρότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, ενώ ήδη μείωσε τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα στο 3,7% των δανείων, χωρίς να αναγκαστεί σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ή και άλλες λογιστικές υπερβάσεις. Τηρεί κανόνες βέλτιστης εταιρικής διακυβέρνησης, κάνει άλματα μετασχηματισμού στη λειτουργία της και είναι μέρος μιας οικονομίας που «τρέχει» με υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από την υπόλοιπη Ευρώπη.

Πριν λίγες ημέρες αναλάβατε την προεδρία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών. Ποιοι είναι οι στόχοι σας;

Ισχυρή οικονομία και ισχυρές τράπεζες έχουν άρρηκτο δεσμό. Δεν υπάρχει ισχυρή οικονομία με αδύναμες τράπεζες, ούτε ισχυρές τράπεζες σε μια αδύναμη οικονομία.

Η Ελλάδα χρειάζεται ένα τραπεζικό σύστημα, το οποίο θα είναι ανθεκτικό, κερδοφόρο και ανταγωνιστικό. Στην επίτευξη αυτού του στόχου, ο ρόλος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ) είναι ουσιαστικός και κομβικός. Η ΕΕΤ πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη εξωστρέφεια, να συμβαδίσει με την ψηφιακή εποχή, να αναδείξει την σημαντική προσφορά των τραπεζών στην ελληνική κοινωνία ακόμα και σε στιγμές δύσκολες, και να επιμείνει στη διαμόρφωση μια κουλτούρας που φέρνει το τραπεζικό στέλεχος δίπλα στον Έλληνα πολίτη.