Διεθνές - Ευρωπαϊκό επίπεδο / Δίκαιο προστασίας καταναλωτή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών

  • 27
  • ΙΟΥ
  • 2007
90/109/ΕΟΚ: Σύσταση της Επιτροπής της 14ης Φεβρουαρίου 1990
σχετικά με τη διαφάνεια των τραπεζικών όρων που εφαρμόζονται στις διασυνοριακές χρηματοοικονομικές συναλλαγές

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 067 της 15/03/1990 σ. 0039 – 0043

ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 14ης Φεβρουαρίου 1990

σχετικά με τη διαφάνεια των τραπεζικών όρων που εφαρμόζονται στις διασυνοριακές χρηματοοικονομικές συναλλαγές

(90/109/ΕΟΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 155,

Εκτιμώντας:

ότι η κατάργηση των οικονομικών εμποδίων στην Κοινότητα και η πρόοδος που έχει επιτευχθεί όσον αφορά τη συνεργασία στο νομισματικό και τραπεζικό τομέα, κυρίως χάρη στις οδηγίες που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, θα οδηγήσουν στην αύξηση του όγκου των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών σε άλλα κράτη μέλη καθώς και στη μεγαλύτερη κινητικότητα των πολιτών και κυρίως των εργαζομένων, των τουριστών και των συνταξιούχων·

ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών και των εμπορευμάτων θα αυξήσει σε μεγάλο βαθμό τον όγκο των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών πράξεων και τον αριθμό των φορέων που πραγματοποιούν παρόμοιες πράξεις·

ότι η σημερινή λειτουργία των συστημάτων διεθνών μεταβιβάσεων είναι πολύ πιο πολύπλοκη από τη λειτουργία των συστημάτων εγχώριων μεταβιβάσεων λόγω της διαμεσολάβησης ενός ή περισσοτέρων ενδιάμεσων ιδρυμάτων, της χρησιμοποίησης διαφορετικών δικτύων συμψηφισμού σε χώρες διαφορετικού νομίσματος και μιας πράξης σε συνάλλαγμα·

ότι αυτός ο πολύπλοκος χαρακτήρας απαιτεί τη χρησιμοποίηση πιο εξειδικευμένου προσωπικού και τη διενέργεια περισσότερων ελέγχων από ότι για τις εθνικές μεταφορές· ότι το γεγονός αυτό αυξάνει αισθητά την τιμή και την προθεσμία εκτέλεσης των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών πράξεων και ότι απαιτείται, επομένως, προηγούμενη και σαφής ενημέρωση των φορέων που προσφεύγουν σ' αυτές τις πράξεις·

ότι η καθιέρωση κανόνων συμπεριφοράς, που θα βασίζονται σε ορισμένες κοινές αρχές διαφάνειας, σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται και το περιεχόμενο του τιμολογίου της πράξης μεταφοράς χρηματικών ποσών μπορούν να παράσχουν στα ιδρύματα που πραγματοποιούν διασυνοριακές χρηματοοικονομικές πράξεις κίνητρα για μια πιο ακριβή εκτίμηση του κόστους τους και μια όσο το δυνατό πιο ορθολογική οργάνωση των μεθόδων μεταβίβασης·

ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η παροχή πληροφοριών στους πελάτες συνδέεται, όσον αφορά την επιλογή των μέσων, με την εμπορική πολιτική των ιδρυμάτων, δεν είναι σκόπιμη η καθιέρωση ομοιόμορφων και δεσμευτικών κανόνων πληροφόρησης·

ότι η ύπαρξη προθεσμιών αναφοράς αποτελεί βασικό στοιχείο για την εκτίμηση των τιμών που εφαρμόζονται κατά τις διασυνοριακές πράξεις και για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης των φορέων που πραγματοποιούν, ως εντολείς ή ως δικαιούχοι, διασυνοριακές μεταφορές·

ότι πρέπει να επιδιωχθεί η εξειδίκευση ορισμένων εθνικών υπηρεσιών στην εξέταση των καταγγελιών που αφορούν διασυνοριακές χρηματοοικονομικές πράξεις, στις οποίες πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή, λόγω της συμμετοχής τραπεζικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων σε περισσότερα κράτη μέλη·

ότι, παρόλο που σε πολλά κράτη μέλη υπάρχουν ήδη δεσμευτικές νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με τη διαφάνεια των τραπεζικών όρων, δεν θεωρείται σκόπιμο να ζητηθεί από τα κράτη αυτά να τροποποιήσουν τις υφιστάμενες νομοθεσίες τους προκειμένου να ενσωματώσουν κανόνες που θα αφορούν αποκλειστικά τις διασυνοριακές πράξεις· ότι το ίδιο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, και για τα κράτη που διαθέτουν νομοθετικές ρυθμίσεις για τη διαφάνεια οι οποίες εφαρμόζονται στο σύνολο του τομέα των υπηρεσιών και όχι μόνο στις τραπεζικές υπηρεσίες·

ότι υπάρχουν επίσης κράτη μέλη που επιθυμούν να διατηρήσουν ορισμένες αποτελεσματικές διαδικασίες συνεργασίας για τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηστών· ότι μια σύσταση που επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να εξασφαλίσουν, σε εθελοντική βάση, τη συνεργασία των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων αποτελεί ένα κατάλληλο μέσο για να επιτευχθούν οι αναγκαίες αλλαγές συμπεριφοράς και η αναζήτηση νέων διαρθρώσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση του κόστους των διασυνοριακών μεταβιβάσεων υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού,

ΣΥΝΙΣΤΑ:

1. Να ελέγχουν την εφαρμογή των αρχών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα από τα ιδρύματα που πραγματοποιούν διασυνοριακές χρηματοοικονομικές συναλλαγές, κατά την έννοια της παρούσας σύστασης.

2. Να γνωστοποιήσουν στην Επιτροπή, το αργότερο στις 30 Σεπτεμβρίου 1990, την επωνυμία και την διεύθυνση των οργανισμών που αναφέρονται στο σημείο 2 της έκτης αρχής του παραρτήματος.

Βρυξέλλες, 14 Φεβρουαρίου 1990.

Για την Επιτροπή
Leon BRITTAN
Αντιπρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Οι βασικές αρχές αυτής της σύστασης αποσκοπούν στην εξασφάλιση μεγαλύτερης διαφάνειας όσον αφορά τις πληροφορίες και τους κανόνες τιμολόγησης που πρέπει να τηρούν τα ιδρύματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας σύστασης κατά τις διασυνοριακές χρηματοοικονομικές συναλλαγές, όπως αυτές ορίζονται κατωτέρω.

Οι εν λόγω αρχές εφαρμόζονται σε όλες τις κατηγορίες πελατών των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων, με την επιφύλαξη της δυνατότητας χορήγησης ευνοϊκότερων τραπεζικών όρων σε ορισμένους πελάτες λόγω, για παράδειγμα, του όγκου των συναλλαγών που πραγματοποιούν.

Ως ενδιαφερόμενα ιδρύματα, εφεξής καλούμενα «ιδρύματα», νοούνται όλα τα νομικά πρόσωπα και ιδίως τα πιστωτικά ιδρύματα και οι ταχυδρομικές υπηρεσίες που πραγματοποιούν ή διευκολύνουν την πραγματοποίηση διασυνοριακών μεταφορών χρηματικών ποσών. Για τους σκοπούς της παρούσας σύστασης, ως «ιδρύματα» θεωρούνται και τα υποκαταστήματα των ιδρυμάτων που αναφέρονται κατωτέρω.

Ως διασυνοριακές χρηματοοικονομικές συναλλαγές νοούνται οι μεταφορές χρηματικών ποσών που ορίζονται κατωτέρω, εφόσον τα ιδρύματα του εντολέα και του δικαιούχου είναι εγκατεστημένα σε διαφορετικά κράτη μέλη.

Ως μεταφορά νοείται η πλήρης κίνηση χρηματοοικονομικών ποσών, εκφρασμένων σε Ecu ή σε νόμισμα που κυκλοφορεί κανονικά σε ένα από τα κράτη μέλη, από τον εντολέα σε δικαιούχο που είναι ή δεν είναι κάτοχος λογαριασμού σε ίδρυμα εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος.

Ως εντολή μεταβίβασης νοείται κάθε γραπτή, προφορική ή ηλεκτρονική εντολή που απευθύνεται σε ίδρυμα που αναθέτει στο ίδρυμα αυτό είτε να πιστώσει λογαριασμό ή να θέσει χρηματικό ποσό στη διάθεση του δικαιούχου, είτε να εκτελέσει την εντολή αυτή μέσω άλλου ιδρύματος.

Ως εντολέας νοείται το πρόσωπο που εκδίδει την πρώτη εντολή μεταβίβασης χρηματικού ποσού.

Ως δικαιούχος νοείται ο τελικός παραλήπτης που πρέπει να λάβει το ποσό σε άλλο κράτος μέλος εκτός από το κράτος στο οποίο έχει εκδοθεί η πρώτη εντολή μεταβίβασης, μέσω πίστωσης του λογαριασμού του ή μέσω ειδοποίησης η οποία του επιτρέπει την παραλαβή του χρηματικού ποσού.

ΠΡΩΤΗ ΑΡΧΗ

Κάθε ίδρυμα θα πρέπει να γνωστοποιεί στους πελάτες του, κατά τρόπο εύληπτο και προσιτό, πληροφορίες σχετικά με την πληρωμή των εξόδων των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών συναλλαγών.

Μια από τις μεθόδους εφαρμογής αυτής της αρχής θα μπορούσε να συνίσταται στην:

- παροχή πληροφοριών, με τοιχοκόλληση ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο διαρκούς ενημέρωσης, που να εφιστούν την προσοχή των ενδιαφερομένων σχετικά με τα έξοδα και τις προθεσμίες πραγματοποίησης των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών πράξεων και να παροτρύνουν τους πελάτες να ζητούν περαιτέρω πληροφορίες,

- παροχή τυποποιημένων πληροφοριών (υπό μορφή τοιχοκολλήσεων, ενημερωτικών δελτίων και φυλλαδίων, ή οποιουδήποτε άλλου κατάλληλου μέσου), στις οποίες θα αναφέρεται το ποσό ή, ενδεχομένως, το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν οι προμήθειες και τα έξοδα που εφαρμόζει το ίδρυμα για καθεμία από τις πράξεις που ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο τιμολόγησης επιβαρύνσεων στον εντολέα ή το δικαιούχο κατά την εκτέλεση μιας διασυνοριακής χρηματοοικονομικής συναλλαγής, καθώς και αν είναι απαραίτητες οι διατάξεις που σχετίζονται με τις ημερομηνίες αξίας,

- παροχή πιο εξειδικευμένων πληροφοριών (υπό μορφή τοιχοκολλήσεων, ενημερωτικών δελτίων και φυλλαδίων, ή οποιουδήποτε άλλου κατάλληλου μέσου) στον εντολέα κατόπιν αίτησής του, σχετικά με τους διάφορους τρόπους με τους οποίους το ίδρυμα μπορεί να εκτελέσει τις εντολές του, καθώς και μια εκτίμηση των προβλεπόμενων εξόδων και προμηθειών που απαιτούν οι ενδιάμεσες τράπεζες για καθένα από τους τρόπους εκτέλεσης της εντολής.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΡΧΗ

Στο τιμολόγιο της διασυνοριακής χρηματοοικονομικής συναλλαγής, το ίδρυμα θα πρέπει να μεταφέρει λεπτομερώς τις προμήθειες και τα έξοδα που τιμολογήθηκαν καθώς και την τιμή συναλλάγματος που εφαρμόστηκε.

Μια από τις μεθόδους εφαρμογής αυτής της αρχής θα μπορούσε να είναι η ακόλουθη:

Το ίδρυμα θα πρέπει να αναφέρει λεπτομερώς και σαφώς στο τιμολόγιο, ή σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο που αποστέλλεται ή παραδίδεται στον πελάτη του, είτε αυτός είναι ο εντολέας είτε ο δικαιούχος:

- την τιμή συναλλάγματος που εφαρμόστηκε για τη μετατροπή του σχετικού ποσού σε ξένο νόμισμα,

- το ποσό της προμήθειας ή των προμηθειών που εισπράχθηκαν ή τιμολογήθηκαν από το ίδρυμα,

- τον κατάλογο και το ποσό των φορολογικών τελών,

- το ποσό και η φύση των εξόδων που επιβαρύνουν τον πελάτη,

- το ποσό και τη φύση οποιασδήποτε συμπληρωματικής τιμολόγησης.

ΤΡΙΤΗ ΑΡΧΗ

1. Με την επιφύλαξη της δυνατότητας για τον εντολέα να επιλέξει άλλους τρόπους κατανομής των προμηθειών και εξόδων, το ίδρυμα του εντολέα θα πρέπει να ενημερώνει τον πελάτη του, όταν αυτός δίνει την εντολή του:

- ότι οι προμήθειες και έξοδα που το ίδρυμα εισπράττει για να διαβιβάσει αυτή την εντολή μπορούν είτε να επιβαρύνουν τον εντολέα είτε να χρεωθούν στο δικαιούχο,

- ότι οι προμήθειες και έξοδα που ενδεχομένως καταλογίζει το ίδρυμα του δικαιούχου στον πελάτη του, όταν θέτει στη διάθεσή του το χρηματικό ποσό, μπορούν είτε να επιβαρύνουν το δικαιούχο, είτε να καταβληθούν από τον εντολέα.

2. Στην περίπτωση κατά την οποία ο εντολέας ζητήσει ρητά από το ίδρυμά του να πιστώσει το δικαιούχο με το ακριβές ποσό που αναφέρει στην εντολή μεταβίβασης, το ίδρυμα θα πρέπει να χρησιμοποιήσει έναν τρόπο μεταβίβασης που επιτρέπει την καταβολή αυτού του ποσού και, πριν από την αρχή της πράξεως της μεταβίβασης, να ενημερώσει τον εντολέα σχετικά με το συμπληρωματικό ποσό που θα του καταλογισθεί. Εντούτοις, αυτό το ποσό αποτελεί απλώς έναν υπολογισμό για το ίδρυμα που δεν το δεσμεύει εκτός εάν εφαρμόζεται ένας κατ' αποκοπή υπολογισμός.

Μια από τις μεθόδους εφαρμογής αυτής της αρχής θα μπορούσε να ήταν:

- η εκ των προτέρων ενημέρωση του εντολέα ο οποίος επιθυμεί να πιστωθεί ο δικαιούχος με το ακριβές ποσό· η ενημέρωση αυτή θα πρέπει να βασίζεται είτε σ' έναν κατ' αποκοπή υπολογισμό, είτε σε εκτίμηση, στο πλαίσιο των οποίων θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη ο μέσος όρος των προμηθειών και εξόδων που εφαρμόζονται από τα ιδρύματα της χώρας του δικαιούχου, κι αυτό στην περίπτωση κατά την οποία δεν είναι διαθέσιμα τα στοιχεία εκείνα που θα επέτρεπαν μια ακριβέστερη εκτίμηση. Εάν το υπολογιζόμενο ποσό ήταν μικρότερο από το ποσό των προμηθειών και των επιβαρύνσεων που πληρώνονται πραγματικά, η διαφορά θα μπορούσε να σταλεί μόνο στον εντολέα.

ΤΕΤΑΡΤΗ ΑΡΧΗ

1. Ελλείψει αντίθετων οδηγιών όσον αφορά την προθεσμία εκτέλεσης της εντολής και από τις περιπτώσεις ανωτέρας βίας, κάθε ενδιάμεσο ίδρυμα πρέπει να εκτελεί τις εντολές μεταβίβασης εντός προθεσμίας δύο εργάσιμων ημερών από την παραλαβή των ποσών που προβλέπονται σ' αυτές, ή να γνωστοποιεί την άρνησή του ή οποιαδήποτε προβλεπόμενη καθυστέρηση στο ίδρυμα από το οποίο εκδόθηκε η εντολή και, εάν δεν πρόκειται για το ίδιο ίδρυμα, στο ίδρυμα του εντολέα.

2. Ο εντολέας πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιτύχει την επιστροφή μέρους των εξόδων μεταβίβασης σε περίπτωση καθυστερημένης εκτέλεσης της εντολής του.

Μια από τις μεθόδους εφαρμογής της αρχής αυτής θα μπορούσε να είναι η ακόλουθη:

Μετά από τη λήξη προθεσμίας δύο εργάσιμων ημερών, το ίδρυμα του εντολέα οφείλει να καταβάλει στο ίδρυμα του δικαιούχου ή σε οποιοδήποτε ενδιάμεσο ίδρυμα το ποσό της εντολής μεταβίβασης, εκτός εάν το ίδρυμα του δικαιούχου (ή το ενδιάμεσο ίδρυμα) γνωστοποιήσει, εντός προθεσμίας δύο εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της εντολής μεταβίβασης, την άρνησή του να εκτελέσει την εντολή.

Το ίδρυμα, παραλήπτης της εντολής, εάν δεν είναι το ίδρυμα του δικαιούχου και εάν δεν έχει γνωστοποιήσει την άρνησή του, οφείλει να απευθύνει, εντός προθεσμίας δύο εργάσιμων ημερών από την παραλαβή των ποσών που προβλέπονται στη σχετική εντολή μεταβίβασης, στο ίδρυμα του δικαιούχου ή σε άλλο ενδιάμεσο ίδρυμα νέα εντολή μεταβίβασης συνοδευόμενη από τις οδηγίες που είναι αναγκαίες για την κατάλληλη εκτέλεσή της.

ΠΕΜΠΤΗ ΑΡΧΗ

1. Το ίδρυμα του δικαιούχου θα πρέπει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από μια εντολή μεταφοράς ή πληρωμής, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα από την παραλαβή των ποσών που προβλέπονται στη σχετική εντολή, εκτός εάν η εν λόγω εντολή προβλέπει μεταγενέστερη ημερομηνία εκτέλεσης.

2. Εάν το ίδρυμα του δικαιούχου δεν είναι σε θέση να εκτελέσει την εντολή που έλαβε εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, θα πρέπει να γνωστοποιήσει όσο το δυνατόν συντομότερα στο ίδρυμα που εξέδωσε την εντολή, και εάν δεν πρόκειται για το ίδιο ίδρυμα, στο ίδρυμα του εντολέα, τους λόγους μη εκτέλεσης ή καθυστερημένης εκτέλεσης της εντολής.

ΕΚΤΗ ΑΡΧΗ

1. Κάθε ίδρυμα που παρεμβαίνει σε διασυνοριακή χρηματοοικονομική συναλλαγή θα πρέπει να είναι σε θέση να εξετάσει όσο το δυνατόν ταχύτερα τις καταγγελίες εντολέων ή δικαιούχων σχετικά με την εκτέλεση ή την τιμολόγηση συναλλαγών.

2. Σε περίπτωση άρνησης να εξεταστεί καταγγελία ή εάν δεν δοθεί απάντηση σ' αυτήν εντός προθεσμίας τριών μηνών, οι καταγγέλλοντες θα μπορούν να ζητούν την παρέμβαση ενός εκ των οργανισμών των κρατών μελών που είναι επιφορτισμένοι με την παραλαβή των ενστάσεων των χρηστών. Ο κατάλογος και οι διευθύνσεις όλων αυτών των εθνικών οργανισμών πρέπει να διατίθενται, κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων, από όλα τα ίδρυμα που πραγματοποιούν διασυνοριακές χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Μια από τις μεθόδους αυτής της αρχής θα ήταν να ανατεθεί η εξέταση των καταγγελιών σε οργανισμούς ανεξάρτητους από τα ενδιαφερόμενα μέρη, και οι οποίοι θα ανήκουν:

- στο δημόσιο τομέα (υπηρεσία αρμοδίων υπουργείων),

- στην κεντρική τράπεζα,

- σε ορισμένες εξειδικευμένες αρχές, όπως οι διαμεσολαβητές ( ombudsman),

- σε μια επιτροπή επαφών μεταξύ εκπροσώπων των τραπεζών και των χρηστών.