Γραφείο Τύπου / Aρθρα και συνεντεύξεις

Άρθρο του Προέδρου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών κ. Νικολάου Καραμούζη στην Καθημερινή της Κυριακής, με τίτλο «Για μια εθνική στρατηγική εξόδου από την κρίση»

Το άρθρο όπως δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής

Μετά την πιο τραυματική δεκαετία στη σύγχρονη ιστορία της χώρας μας, έχουμε πια τις προϋποθέσεις να μιλήσουμε για την επόμενη μέρα. Εχουμε δηλαδή την ευκαιρία και την υποχρέωση να αποδείξουμε ότι βγάλαμε τα σωστά συμπεράσματα από τις θυσίες στις οποίες υποχρεώθηκε η ελληνική κοινωνία.

Με βελτιούμενες τις οικονομικές συνθήκες μετά την υλοποίηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων και προσαρμογών, η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη σημαντικότερη πρόκληση του μέλλοντός της. Να διαμορφώσει μια συλλογική, τολμηρή, πειστική και ρεαλιστική εθνική αναπτυξιακή στρατηγική εξόδου από την κρίση, χωρίς οξύτητες και στείρες αντιπαραθέσεις, μέσω ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών συγκλίσεων και δεσμεύσεων σε κρίσιμες βασικές επιλογές.

Στο σύγχρονο περιβάλλον, η αλλαγή είναι η νέα κανονικότητα. Διαρκείς κοινωνικοί, πολιτικοί και οικονομικοί μετασχηματισμοί, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη να δημιουργήσουμε μια ανοιχτή και ανταγωνιστική οικονομία αγοράς, απελευθερωμένης από τα δεσμά του κρατισμού και της γραφειοκρατίας. Μια οικονομία και μια κοινωνία ευκαιριών και δυνατοτήτων για τους πολλούς, που θα κάνει την Ελλάδα έναν ελκυστικό τόπο διαβίωσης και εργασίας, επενδύσεων και παραγωγής, με σταθερούς και σύγχρονους θεσμούς, αποτελεσματική δημόσια διοίκηση και ασφαλιστικές δικλίδες κοινωνικής προστασίας. Θα έχει συνεπώς τις προϋποθέσεις που θα ενεργοποιήσουν έναν ενάρετο κύκλο οικονομικής ανάταξης και ευημερίας για τους πολλούς και θα απελευθερώσουν τις παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις της χώρας.

Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι κυρίως πολιτικό ζήτημα. Να διαμορφώσουμε συλλογικά ένα νέο εθνικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, που θα συνοδεύεται από τη βούληση και τη δέσμευση της χώρας να ορθοποδήσει χάρη στις δικές της δυνάμεις, βασιζόμενη στα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, χωρίς ξένα δεκανίκια, ατέρμονη εποπτεία, μνημόνια και εισαγόμενη αξιοπιστία, πείθοντας τις αγορές και τους πολίτες και ενισχύοντας την αναγκαία εθνική αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία.

Αυτό προϋποθέτει δέσμευση, ικανότητα, θέληση, συνέπεια, ευθύνη των ηγεσιών της χώρας αλλά και όλων μας, στη διαμόρφωση και υλοποίηση ενός πειστικού οδικού χάρτη μεταρρυθμίσεων και επιστροφής στην ανάπτυξη, στην απασχόληση και στην οικονομική και κοινωνική κανονικότητα, με ξεκάθαρες πεποιθήσεις, αποφασιστικότητα και ειλικρίνεια, χωρίς λαϊκισμούς και στρουθοκαμηλισμούς, διαμορφώνοντας ευρύτερες πολιτικές και, κυρίως, κοινωνικές συμμαχίες που θα μας απεγκλωβίσουν από τα ιστορικά λάθη, τους ανέξοδους διχασμούς, το παραγωγικό και κοινωνικό τέλμα.

Ας διδαχθούμε από τις ευρωπαϊκές χώρες που ξεπέρασαν με αυτοπεποίθηση τα μνημόνια, χαράσσοντας επιτυχώς μια ανεξάρτητη πορεία, χωρίς ενισχυμένη εποπτεία και προληπτικές πιστωτικές γραμμές. Με τη συνέπεια και την υπεύθυνη πολιτική τους κέρδισαν την εμπιστοσύνη των πολιτών και των αγορών, καλύπτοντας απρόσκοπτα όλες τις χρηματοδοτικές ανάγκες της οικονομίας από τις αγορές, με πολύ ανταγωνιστικό κόστος δανεισμού και αποκλιμακούμενα επιτόκια.

Αυτός είναι ο ενδεδειγμένος δρόμος και η μεγάλη πρόκληση της οικονομικής πολιτικής για το μέλλον της χώρας.

Η κεντρική συζήτηση ότι ίσως χρειαζόμαστε ξανά έναν νέο εξωτερικό μηχανισμό για να διασφαλίσουμε την οικονομική και δημοσιονομική σταθερότητα, την ορθολογική οικονομική συμπεριφορά και την αναπτυξιακή προοπτική, ίσως είναι μια ηττοπαθής στάση. Μπορεί δε να εκληφθεί από τις αγορές ως μήνυμα παραδοχής ανικανότητας και αδυναμίας να διαχειριστούμε υπεύθυνα και με σύνεση μόνοι μας ως χώρα τα του οίκου μας.

Κινδυνεύουμε να εμπλακούμε σε μια δευτερευούσης σημασίας διαμάχη γύρω από το δίλημμα: προληπτική πιστωτική γραμμή ή σχηματισμό ταμειακών διαθεσίμων ασφαλείας. Κανένα από τα δύο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αναγκαιότητα για πειστική πολιτική μακροοικονομικής προοπτικής και δημοσιονομικής σταθερότητας και οικονομικής ανάπτυξης, ούτε αυτοί οι μηχανισμοί από μόνοι τους μπορούν να οδηγήσουν σε χαμηλότερα επιτόκια.

Το μείζον θέμα στον δημόσιο διάλογο οφείλει να είναι το πώς η χώρα θα οργανώσει μια επενδυτική και παραγωγική απογείωση, με ποιες πρωτοβουλίες, μέτρα και μεταρρυθμίσεις θα καταλήξουμε σε ισχυρή και διατηρήσιμη αναπτυξιακή πορεία.

Το δεύτερο σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση το επόμενο οκτάμηνο και πριν από τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, είναι να διευκολύνουμε με μία σειρά από αποφάσεις την απρόσκοπτη υλοποίηση του νέου παραγωγικού και αναπτυξιακού προτύπου, μειώνοντας σημαντικά τις αβεβαιότητες και το αρνητικό κλίμα στις αγορές σε πέντε κρίσιμα ζητήματα.

α) Με τη δημοσίευση των ευρημάτων των stress tests και των λοιπών ελέγχων και προσαρμογών τον Μάιο του 2018, να επιβεβαιωθούν η χρηματοοικονομική ισχύς, η φερεγγυότητα και η θωράκιση του τραπεζικού συστήματος.

β) Να αποφασιστούν από τους πιστωτές οι πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές στο δημόσιο χρέος που έχουν δεσμευθεί να υλοποιήσουν το πρώτο εξάμηνο του 2018, διασφαλίζοντας τη βιωσιμότητά του με όρους αγοράς και διατηρώντας διαχρονικά τις ετήσιες ανάγκες χρηματοδότησης σε εξυπηρετήσιμα επίπεδα, πιθανά σε συνάρτηση με τις αναπτυξιακές επιδόσεις της οικονομίας.

γ) Να ενισχυθεί το θετικό κλίμα, διασφαλίζοντας τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα μέχρι τη λήξη του, καθώς και τη θετική εκτίμηση του τελευταίου, σε σχέση με τα μέτρα αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους και φερεγγυότητας του τραπεζικού συστήματος μετά τα stress tests.

δ) Να συμφωνήσουμε μέσω συναινέσεων ότι θα τηρήσουμε τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις που έχουν ήδη ψηφιστεί για το 2019 και το 2020, καθώς και τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022. Τα υπερβολικά πρωτογενή πλεονάσματα είναι ένα βαρύ υφεσιακό μέτρο. Απλά, στις τρέχουσες συνθήκες υπερτερούν τα οφέλη από την ενίσχυση της αξιοπιστίας, στο ευαίσθητο σημείο της δημοσιονομικής πειθαρχίας και σταθερότητας και η συζήτηση για την αλλαγή των στόχων να γίνει όταν έχουμε πείσει ότι προχωράμε αμετάκλητα στον σωστό δρόμο.

ε) Να αρθούν όλοι οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων το αργότερο έως τον Αύγουστο του 2018, ως ένδειξη εμπιστοσύνης στην προοπτική της χώρας και στην αξιοπιστία της πολιτικής.

Το τρίτο σημαντικό βήμα είναι να διαμορφώσουμε, με ειλικρίνεια και ρεαλισμό, ευρύτερες συναινέσεις γύρω από τις βασικές παραδοχές του νέου αναπτυξιακού προτύπου.

Δεν έχουμε περιθώρια για στρατηγικά λάθη αυτή τη φορά, δεν το αντέχουν η οικονομία και η κοινωνία.

Η κρίση έβαλε τέλος σε ένα εσωστρεφές, προστατευόμενο από τον ανταγωνισμό, παραγωγικό πρότυπο οικονομικής συγκρότησης γύρω από τον δημόσιο τομέα, την κατανάλωση και την οικοδομή, μια κλειστή οικονομία, κυριαρχούμενη έμμεσα και άμεσα από την παρουσία του κράτους.

Η πλειονότητα των αναλυτών συμφωνεί πια πως τα αίτια της κρίσης ήταν η δημοσιονομική εκτροπή, το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και –η άλλη όψη του– η καταναλωτική έκρηξη, με τη συνολική κατανάλωση να φθάνει σε επίπεδα πλέον του 90% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη.

Την περασμένη δεκαετία σπαταλήσαμε πάνω από 400 δισ. ευρώ πολύτιμους χρηματοοικονομικούς πόρους που απλόχερα μας προσέφεραν με χαμηλό κόστος οι αγορές και τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία και αναλώσαμε τη μεγάλη ευκαιρία από την ένταξή μας στην Ευρωζώνη, στη δημοσιονομική σπατάλη, στην υπέρμετρη κατανάλωση και στην υιοθέτηση ενός σαθρού παραγωγικού προτύπου που προσέφερε ευμάρεια βραχυχρόνια αλλά, μεσοπρόθεσμα, μας έφερε δεκαετίες πίσω.

Οπως τόνισε πρόσφατα και ο καθηγητής Τάσος Γιαννίτσης, καταλήξαμε το 2016 σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο 62,2% του μέσου Ευρωπαίου στην Ευρώπη των «15», με μέσο μακροχρόνιο ρυθμό ετήσιας μεταβολής του ΑΕΠ 0,8% την περίοδο 1981-2016 (λιγότερο από το μισό της Ευρώπης των «15») και στους υψηλότερους δείκτες ανισότητας στον ΟΟΣΑ.

Οφείλουμε να παραδεχθούμε σήμερα ότι το κράτος - επιχειρηματίας στην Ελλάδα απέτυχε – δεν δημιουργεί δουλειές, πλούτο, ευκαιρίες, αλλά ελλείμματα, γραφειοκρατία και αναποτελεσματικότητα. Ο βασικός πυλώνας εξόδου από την κρίση και επιστροφή στην ανάπτυξη δεν μπορεί παρά να είναι ο ιδιωτικός τομέας, οι ανοικτές και ανταγωνιστικές αγορές, το ιδιωτικό, δυναμικό και παραγωγικό επιχειρείν, με ανταγωνιστική διεθνή παρουσία που δημιουργεί απασχόληση, εισοδήματα, φορολογικά έσοδα, κέρδη και μερίσματα.

Η ιδιωτική κατανάλωση και ο δημόσιος τομέας δεν μπορούν πλέον να είναι οι ατμομηχανές της ανάπτυξης.

Αρα, χρειάζεται να επικεντρωθούμε σε μια σημαντική ώθηση των ιδιωτικών επενδύσεων που κατέρρευσαν στη διάρκεια της κρίσης, από 21,1% του ΑΕΠ το 2007 σε 8,5% το 2016 ή στο 1/3 σε απόλυτους αριθμούς.

Απαιτείται να συνδυάσουμε ένα πολυετές επενδυτικό σοκ δεκάδων δισεκατομμυρίων με τη σημαντική αύξηση της οικονομικής εξωστρέφειας και των εξαγωγών, διαμορφώνοντας ευνοϊκές παραγωγικές συνθήκες ανασυγκρότησης και διατηρήσιμης ανάπτυξης. Επιπροσθέτως, χωρίς τη μαζική εισροή ξένων παραγωγικών κεφαλαίων και επενδύσεων, δεν υπάρχει άλλη λύση στο τεράστιο επενδυτικό και αποταμιευτικό κενό που αντιμετωπίζει η χώρα μετά την κατάρρευση της εγχώριας αποταμίευσης.

Το τετράπτυχο: ιδιωτικός τομέας, επενδύσεις/ υποδομές, εξαγωγές και εισροή ξένων κεφαλαίων και επενδύσεων πρέπει να αποτελέσουν τους πυλώνες του νέου παραγωγικού προτύπου της χώρας.

Το βασικό και κρίσιμο ερώτημα είναι να συμφωνήσουμε ποιες πολιτικές υπηρετούν το νέο πρότυπο και οδηγούν σε ταχεία και διατηρήσιμη ανάπτυξη σε μια επενδυτική και εξαγωγική ώθηση, σε ενδυνάμωση της ιδιωτικής οικονομίας και της επιχειρηματικότητας.

Η χώρα και η ηγεσία της χρειάζεται να διαμορφώσουν χωρίς καθυστερήσεις μια λειτουργούσα, ανοικτή οικονομία της αγοράς με βάση ολοκληρωμένο σχέδιο που:

  • Ενθαρρύνει την επιχειρηματικότητα και καταργεί τα εμπόδια που αποθαρρύνουν το επιχειρείν και τις επενδύσεις.
  • Διαμορφώνει σταδιακά ένα αναπτυξιακό μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής: χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές, περιορισμός της κρατικής σπατάλης και αύξηση των δημοσίων επενδύσεων.
  • Διασφαλίζει την εύρυθμη χρηματοδότηση της οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα και τις αγορές.
  • Προωθεί ρηξικέλευθες τομές και μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση.
  • Νομοθετεί ένα σύγχρονο και ελκυστικό πλαίσιο προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων και επενδύσεων.
  • Προχωράει με αποφασιστικότητα στις ιδιωτικοποιήσεις.
  • Διασφαλίζει τη δημοσιονομική πειθαρχία, τη θεσμική σταθερότητα, την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τη βιωσιμότητα της κοινωνικής πολιτικής.

Τα παραπάνω δεν είναι «φρέσκες» ιδέες και έχουν αναφερθεί επανειλημμένως από έγκριτους αναλυτές. Το κρίσιμο ζήτημα είναι να τα υλοποιήσουμε, να τα κάνουμε πράξη, με συνέπεια και αποφασιστικότητα.

Ενα τέτοιο πρόγραμμα ριζικών μεταρρυθμίσεων είναι ο ασφαλέστερος δρόμος να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη, στην απασχόληση, στη δημιουργία πλούτου, με μετρήσιμα οφέλη για τους πολίτες.

Η ηγεσία του τόπου πρέπει να πείσει την πλειονότητα των πολιτών, τα ασθενέστερα στρώματα, τα θύματα της κρίσης, ότι το νέο παραγωγικό πρότυπο είναι και γι’ αυτούς η ενδεδειγμένη στρατηγική που θα αποδώσει στην κοινωνία, όχι φιλοδώρημα και ελεημοσύνη αλλά πραγματικό μέρισμα επιτυχίας. Με τη μορφή αξιοπρεπούς εργασίας, ικανοποιητικών αμοιβών, στέγης, ασφάλειας, πολιτισμένου περιβάλλοντος, πρόσβασης στη σύγχρονη γνώση και εκπαίδευση, ανθρώπινα συστήματα κοινωνικής προστασίας και αντίστοιχες ασφαλιστικές δικλίδες.

Γι’ αυτούς δίκαιη ανάπτυξη σημαίνει όλα τα παραπάνω. Εθνική στρατηγική εξόδου από την κρίση, χωρίς τη συμμαχία και τη στήριξη των πολλών, δεν μπορεί να υλοποιηθεί. Αυτή η μεγάλη απαιτούμενη αλλαγή δεν θα γίνει ποτέ και η χώρα κινδυνεύει να μείνει δέσμια στο παραγωγικό και κοινωνικό τέλμα.

* Ο κ. Ν. Β. Καραμούζης είναι πρόεδρος της τράπεζας Eurobank και της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών.

Το άρθρο όπως δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής